- ἀλαζόνας
- ἀλαζώνwanderer about countrymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαζόνας — ο ο φαντασμένος, ο καυχησιάρης: Ήταν τόσο αλαζόνας ώστε τον απόφευγαν όλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαζόνας — ο βλ. αλαζών … Dictionary of Greek
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
NUDI Pedes — viriles magis, quam in calceis, verba Tertull. de Pallio. Ubi, si quid calceatûs inducitur a palliatis, sandalia esse, non calceos, quae res mundissima est: frequentius tamen nihil calceatûs inducere, sed nudipedes agere, hocque virile magis esse … Hofmann J. Lexicon universale
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
αγαυριώμαι — ἀγαυριῶμαι ( άομαι) (Α) [ἀγαυρός] είμαι αναιδής, αλαζόνας … Dictionary of Greek
αγερωχώ — ἀγερωχῶ, έω (Μ) [ἀγέρωχος] 1. είμαι υπερήφανος, αλαζόνας 2. (για άλογα) είμαι ατίθασος … Dictionary of Greek
αλαζονεύομαι — (Α ἀλαζονεύομαι) είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ αρχ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών όνος. ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα] … Dictionary of Greek
αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας … Dictionary of Greek